παραθέμενος

παραθέμενος
παρατίθημι
place beside: aor part mid masc nom sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραθέμενος — παρατίθημι place beside aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… …   Dictionary of Greek

  • υποστερνίζομαι — Α βάζω κάτι κάτω από το στέρνο μου («φελλοὺς πλατεῑς ὑποστερνισάμενος καὶ τὸ σῶμα τῇ κουφότητι τοῡ ὀχἡματος παραθεμένος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στέρνον + κατάλ. ίζομαι (πρβλ. περι στερνίζομαι)] …   Dictionary of Greek

  • παραθέτω — παρέθεσα, παρατέθηκα, παραθεμένος 1. βάζω κάτι κοντά σε άλλο: Όταν ο συγγραφέας παραθέτει στο βιβλίο του και τις πηγές πληροφοριών του, τότε γίνεται περισσότερο πιστευτός. 2. αραδιάζω, προβάλλω, αναφέρω: Ο ομιλητής για κάθε άποψή του παρέθεσε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”